νομογραφία

νομογραφία
η (Α νομογραφία) [νομογράφος]
νεοελλ.
μαθ. μέθοδος που συνίσταται στην αντικατάσταση τών αριθμητικών υπολογισμών από πίνακες ή γραφικές παραστάσεις με γραμμές κατάλληλα σχεδιασμένες, τών οποίων τα σημεία τομής με άλλες γραμμές καθορίζουν τις λύσεις
αρχ.
1. γραφή νόμων, σύνταξη σχεδίου νόμου
2. νομοθεσία
3. το έργο τού συμβολαιογράφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομογραφίας — νομογραφίᾱς , νομογραφία legislation fem acc pl νομογραφίᾱς , νομογραφία legislation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομογραφίης — νομογραφία legislation fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”