- νομογραφία
- η (Α νομογραφία) [νομογράφος]νεοελλ.μαθ. μέθοδος που συνίσταται στην αντικατάσταση τών αριθμητικών υπολογισμών από πίνακες ή γραφικές παραστάσεις με γραμμές κατάλληλα σχεδιασμένες, τών οποίων τα σημεία τομής με άλλες γραμμές καθορίζουν τις λύσειςαρχ.1. γραφή νόμων, σύνταξη σχεδίου νόμου2. νομοθεσία3. το έργο τού συμβολαιογράφου.
Dictionary of Greek. 2013.